Πώς θα γίνουν αποτελεσματικά τα συστήματα εκτροφής
Μέχρι το 2050 ο όλο και διευρυνόμενος παγκόσμιος πληθυσμός θα καταναλώνει δύο τρίτα περισσότερη ζωική πρωτεΐνη από ό,τι σήμερα, δημιουργώντας πίεση στους φυσικούς πόρους του πλανήτη, σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ, που αφορά την παγκόσμια κτηνοτροφία.
Η αύξηση πληθυσμού και εισοδήματος τροφοδοτεί μια διαρκή τάση προς μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης στις αναπτυσσόμενες χώρες, και η κατανάλωση κρέατος αναμένεται να αυξηθεί σχεδόν 73% μέχρι το 2050 – αντίστοιχα η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων θα αυξηθεί 58%.
Μεγάλο μέρος της μελλοντικής ζήτησης για κτηνοτροφική παραγωγή -ιδίως στις περιοχές του κόσμου όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού- θα ικανοποιηθεί από τη μεγάλης κλίμακας, εντατική κτηνοτροφική δραστηριότητα. «Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχουν τεχνικά ή οικονομικά βιώσιμες εναλλακτικές της εντατικής παραγωγής που να καλύπτουν επαρκώς την ανάγκη για ζωικά τρόφιμα», σημειώνει ο FAO στην έκθεσή του.
Αυτό όμως δημιουργεί ανησυχίες για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις: ρύπανση των υπόγειων υδάτων, εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Δεν είναι επίσης μικρότερης σημασίας η πιθανότητα τέτοια εντατικά συστήματα να λειτουργούν ως φυτώρια ασθενειών. Τελικά, «επείγουσα πρόκληση σήμερα είναι να κάνουμε την εντατική παραγωγή πιο συμβατή με το περιβάλλον» προειδοποιεί ο FAO και συμβουλεύει ότι με βάση την υπάρχουσα γνώση και τεχνολογία, υπάρχουν τρεις τρόποι για να γίνει αυτό: μείωση του επιπέδου ρύπανσης που προκαλείται από τα ζωικά απόβλητα και τα αέρια του θερμοκηπίου, μείωση της χρήσης νερού και σιτηρών που απαιτούνται για την παραγωγή ζωικής πρωτεΐνης, ανακύκλωση των αγρο- βιομηχανικών υποπροϊόντων μέσω του ζωικού κεφαλαίου.
Αύξηση της αποδοτικότητας
Η αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες ήρθε κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης του συνολικού αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων. Αλλά «η παγκόσμια ζήτηση που προβλέπεται να αφορά διπλάσιο αριθμό πουλερικών, 80% περισσότερα μικρά μηρυκαστικά, 50% περισσότερα βοοειδή και 40% περισσότερους χοίρους, είναι δύσκολο να καλυφθεί χρησιμοποιώντας το ίδιο με το σημερινό επίπεδο φυσικών πόρων». Αντίθετα, η απαιτούμενη αύξηση της παραγωγής θα πρέπει να προέρχεται από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εκτροφής. Αυτό θα απαιτήσει επενδύσεις σε κεφάλαια, υποστηρικτική πολιτική και το κατάλληλο ρυθμιστικό περιβάλλον.
Κτηνοτροφία και επισιτιστική ασφάλεια
Από το 1967, η παγκόσμια παραγωγή κρέατος πουλερικών αυξήθηκε κατά 700%. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και άλλα προϊόντα: τα αυγά κατέγραψαν αύξηση 350%, το χοιρινό κρέας 290%, το αιγοπρόβειο 200%, το βόειο και το κρέας βουβάλου 180% και το γάλα 180% επίσης.
Τα ζωικά προϊόντα παρέχουν σήμερα το 12,9% των θερμίδων που καταναλώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο – 20,3% στις ανεπτυγμένες χώρες. Η συμβολή τους στην κατανάλωση πρωτεΐνης υπολογίζεται σε 27,9% παγκοσμίως και 47,8% στις ανεπτυγμένες χώρες.
Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί δεν κατανέμονται ομοιόμορφα από περιοχή σε περιοχή. Σε πολλά μέρη, δεν είχαμε αύξηση παραγωγής και οι πιο φτωχές και ευάλωτες κοινότητες δεν σημείωσαν αύξηση στην κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης. Η παραγωγή επεκτάθηκε γρήγορα στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία και στη Λατινική Αμερική, εξαιρετικά αργά στην υποσαχάρια Αφρική. «Η μέση κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης στην Αφρική είναι λιγότερο από το ένα τέταρτο της κατανάλωσης στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ωκεανία, και αντιπροσωπεύει μόλις το 17% του συνιστώμενου επιπέδου κατανάλωσης», λέει η έκθεση του FAO.
Όμως, στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ζώα και ζωικά προϊόντα μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην οικονομική και διατροφική ασφάλεια των νοικοκυριών. Ακόμη και μικρές ποσότητες τροφίμων ζωικής προέλευσης μπορεί να βελτιώσουν τη διατροφική κατάσταση των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα, σημειώνει η έκθεση του FAO. «Το κρέας, το γάλα και τα αυγά παρέχουν πρωτεΐνες με ένα ευρύ φάσμα αμινοξέων, καθώς και θρεπτικών στοιχείων όπως ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος, η βιταμίνη Α, η βιταμίνη Β12 και το ασβέστιο, στοιχεία στα οποία έχουν έλλειψη πολλοί πληθυσμοί υποσιτιζόμενων ανθρώπων».
Πηγή: World Livestock 2011