Σταθερές παρέμειναν τον Ιούνιο οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ, με μικρή μείωση σε σύγκριση με τον Μάιο, αλλά εξακολουθούν να είναι πάνω από τα επίπεδα του 2024. Οι εισαγωγές μειώθηκαν σε σύγκριση με τον Μάιο, αλλά παρέμειναν υψηλότερες σε ετήσια βάση. Το συνολικό εμπορικό πλεόνασμα ανέκαμψε, αν και παραμένει χαμηλότερο από πέρυσι, λόγω των υψηλότερων τιμών εισαγωγής.
Στα 19,1 δισ. ευρώ οι εξαγωγές – Μείωση 4% από τον Μάιο
Αναλυτικότερα, οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ έφτασαν τα 19,1 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο, σημειώνοντας μείωση 4% από τον Μάιο, αλλά εξακολουθούν να είναι 2% υψηλότερες από ό,τι τον Ιούνιο του 2024. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι συνολικές εξαγωγές ανήλθαν σε 118,7 δισεκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 2,6 δισεκατομμυρίων ευρώ (+2%) σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο κύριος προορισμός, με 27,6 δισεκατομμύρια ευρώ (+1,2 δισεκατομμύρια ευρώ, +5%), με τις ΗΠΑ και την Ελβετία να ακολουθούν. Αντιθέτως, οι εξαγωγές προς την Κίνα μειώθηκαν κατά 670 εκατομμύρια ευρώ (-10%) λόγω της μειωμένης ζήτησης δημητριακών, ενώ οι εξαγωγές προς την Ταϊλάνδη μειώθηκαν κατά 242 εκατομμύρια ευρώ, εν μέρει για τον ίδιο λόγο.
Τα προϊόντα κακάο και καφέ συνέχισαν να υποστηρίζουν την ανάπτυξη. Οι εξαγωγές καφέ, τσαγιού, κακάο και μπαχαρικών αυξήθηκαν κατά 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ (+38%), αντανακλώντας σχεδόν διπλασιασμό των τιμών της πάστας κακάο, του βουτύρου και της σκόνης, παράλληλα με την αύξηση των τιμών του καφέ κατά 30%. Οι εξαγωγές σοκολάτας και ζαχαρωδών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 1 δισεκατομμύριο ευρώ (+20%), ενώ οι εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων πρόσθεσαν 635 εκατομμύρια ευρώ (+7%), παρά τους χαμηλότερους όγκους.
Εν τω μεταξύ, οι εξαγωγές δημητριακών μειώθηκαν κατά 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ το πρώτο εξάμηνο του έτους (-22%), λόγω μείωσης του όγκου κατά 27%, ενώ οι εξαγωγές ελιάς και ελαιολάδου μειώθηκαν κατά 572 εκατομμύρια ευρώ (-15%), καθώς οι μειωμένες τιμές υπερίσχυσαν των υψηλότερων όγκων. Οι εξαγωγές μη βρώσιμων προϊόντων μειώθηκαν επίσης (-12%), κυρίως λόγω των χαμηλότερων τιμών των φυτικών ινών.
Στα 15,3 δισ. ευρώ οι εισαγωγές – Μείωση 10% από τον Μάιο
Οι εισαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων στην ΕΕ ανήλθαν σε 15,3 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο, μειωμένες κατά 10% σε σύγκριση με τον Μάιο, αλλά εξακολουθούν να είναι 15% υψηλότερες από τον Ιούνιο του περασμένου έτους. Μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου, οι συνολικές εισαγωγές έφτασαν τα 96,8 δισεκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 13,5 δισεκατομμυρίων ευρώ (+16%) σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ακτή Ελεφαντοστού κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση (+2 δισεκατομμύρια ευρώ, +66%), αντανακλώντας τις υψηλές τιμές του κακάο. Ακολούθησε ο Καναδάς (+1,2 δισεκατομμύρια ευρώ, +101%) λόγω των αυξημένων εισαγωγών δημητριακών και ελαιοκράμβης. Οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν κατά 946 εκατομμύρια ευρώ (+22%) και η Βραζιλία κατά 838 εκατομμύρια ευρώ (+10%). Αντίθετα, οι εισαγωγές από την Ουκρανία μειώθηκαν κατά 891 εκατομμύρια ευρώ (-13%), ενώ αυτές από τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 566 εκατομμύρια ευρώ (-73%).
Οι υψηλές τιμές των βασικών προϊόντων οδήγησαν σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση. Οι εισαγωγές καφέ, τσαγιού, κακάο και μπαχαρικών αυξήθηκαν κατά 8,1 δισεκατομμύρια ευρώ (+60%), φρούτων και ξηρών καρπών κατά 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ (+18%), και ζαχαρωδών προϊόντων και σοκολάτας κατά 433 εκατομμύρια ευρώ (+36%). Τα μη βρώσιμα προϊόντα αυξήθηκαν κατά 492 εκατομμύρια ευρώ (+10%), ενώ τα πουλερικά και τα αυγά αυξήθηκαν κατά 356 εκατομμύρια ευρώ (+30%). Αντίθετα, οι ελιές και το ελαιόλαδο μειώθηκαν κατά 466 εκατομμύρια ευρώ (-43%), ενώ η ζάχαρη και η ισογλυκόζη κατά 332 εκατομμύρια ευρώ (-32%).
Στα 3,8 δισ. ευρώ το εμπορικό ισοζύγιο – Αύξηση 32% από τον Μάιο
Το εμπορικό πλεόνασμα των αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ έφτασε τα 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο, σημειώνοντας αύξηση 32% σε σύγκριση με τον Μάιο. Ωστόσο, στα 21,9 δισεκατομμύρια ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του 2025, το πλεόνασμα παραμένει κατά 10,9 δισεκατομμύρια ευρώ χαμηλότερο (-33%) από ό,τι την ίδια περίοδο του 2024, αντανακλώντας την αύξηση του κόστους εισαγωγών.