Τα πουλερικά θα ξεπεράσουν το χοιρινό κρέας στην προτίμηση του καταναλωτή
Λαμπρό μέλλον έχει ο κλάδος του κρέατος πουλερικών, υπό τον όρο ότι όσοι δραστηριοποιούνται σε αυτόν θα προχωρήσουν σε στρατηγικές αλλαγές. Αυτό τονίζουν οι αναλυτές της διεθνούς τράπεζας Rabobank, που διερευνά όλα τα θέματα της αγροτικής ανάπτυξης.
Σε έκθεση που συνέταξε ομάδα ειδικών της Rabobank, εκτιμάται ότι στον κλάδο των πουλερικών μια αύξηση 30% στην παγκόσμια ζήτηση μέχρι το 2020. Χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρεται ότι τα πουλερικά θα γίνουν «η κυρίαρχη πρωτεΐνη», χάρη στο ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής, αλλά και χάρη στην εικόνα του υγιεινού κρέατος που έχουν γι’ αυτά οι καταναλωτές.
Επιπροσθέτως αυτών, στην έκθεση τονίζεται ότι άλλα είδη κρέατος, όπως το χοιρινό και το βόειο, υφίστανται παγκοσμίως μια σειρά θρησκευτικών περιορισμών, γεγονός που τα επόμενα χρόνια θα γείρει την πλάστιγγα υπέρ των πουλερικών.
Ωστόσο, η έκθεση της Rabobank προειδοποιεί ότι χρειάζονται αλλαγές στην Ε.Ε., καθώς οι αναδυόμενες εξαγωγικές χώρες, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή, θα επωφεληθούν από το χαμηλό κόστος παραγωγής που επιτυγχάνουν. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι επιτυχημένες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κρέατος πουλερικών τείνουν να επικεντρώσουν εκ νέου τις στρατηγικές τους στον τομέα των νωπών πουλερικών, ο οποίος αντιπροσωπεύει πλέον πάνω από το 60% της αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η προτροπή των αναλυτών προς τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι ακριβώς αυτή, καθώς αυτό το τμήμα της αγοράς δεν μπορούν εύκολα να το πλησιάσουν οι χώρες χαμηλού κόστους, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα κατεψυγμένα.
Στην ίδια έκθεση εξάλλου, προβλέπεται περαιτέρω αύξηση της ζήτησης για ζωικά προϊόντα που επιδεικνύουν την καλή μεταχείριση των ζώων από τα οποία προέρχεται το κρέας που διακινούν.
Πάντως, ενώ η έκθεση της Rabobank μιλά για περαιτέρω διεθνοποίηση του τομέα των πουλερικών, εν τούτοις παραδέχεται ότι η κατάσταση στην Ευρώπη είναι δυνατόν να έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Οι εταιρείες στην Ε.Ε., καλά θα κάνουν να δουν τις μεγάλες ευκαιρίες που παρουσιάζει η εσωτερική αγορά της Ε.Ε. κινούμενες για αρχή σε περιφερειακό και αργότερα σε ένα πανευρωπαϊκή επιχειρηματικό μοντέλο».